- παννέφελος
- παν-νέφελος, ον,A all-cloudy, Orph.H.19.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παννέφελος — ον, Α καλυμμένος ολόκληρος από σύννεφα, εντελώς συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. πολύ νέφελος] … Dictionary of Greek
παννέφελον — παννέφελος all cloudy masc/fem acc sg παννέφελος all cloudy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παννεφέλοις — παννέφελος all cloudy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek